Η μητέρα του σκύλου, Παύλος Μάτεσις

Δεν ξέρω από πού να πρωτοξεκινήσω να μιλάω γι’ αυτό το απίστευτο βιβλίο. Ο Παύλος Μάτεσις γράφει ένα μυθιστόρημα-ποταμό, όχι λόγω του μεγέθους του (250 σελίδες περίπου είναι μόνο), αλλά επειδή η πρωτοπρόσωπη (με κάποιες μικρές παρεκκλίσεις) αφήγηση της Ραραούς κυλάει σαν ένα ορμητικό ποτάμι στα μάτια, την καρδιά και το μυαλό του αναγνωστικού κοινού. Ένα ποτάμι που, καθώς τελειώνει το βιβλίο, διαπιστώνεις ότι -πάνω και πέρα από όλα- μιλά για το ψυχικό τραύμα και το πώς το διαχειρίζονται οι άνθρωποι.

Μια αφελής συνταξιούχα κομπάρσα εξιστορεί -σε ένα πρόσωπο που αποκαλύπτεται μόλις στην τελευταία σελίδα του βιβλίου- τη ζωή της, επικεντρώνοντας στην Κατοχή, έτσι όπως τη βίωσε μαζί με τη μητέρα και τα δύο της αδέρφια στην επαρχιακή πόλη όπου μεγάλωνε (και η οποία, παρότι αποκαλείται από την ίδια «Επάλξεις», από ένα σημείο και μετά γίνεται μάλλον προφανές για το ποια πρόκειται), και, στη συνέχεια, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, κατά τα οποία βρέθηκε με τη μητέρα της στην Αθήνα. 

Η εξιστόρηση αυτή διανθίζεται με δικά της -απλοϊκά εκ πρώτης όψεως, αλλά καυστικά και ευθύβολα στην πραγματικότητα- σχόλια για τα ιστορικά γεγονότα και το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής, τα οποία, μαζί με τη «διαπόμπευση», το δράμα που τέμνει καθοριστικά τη ζωή της, είναι το ζουμί του βιβλίου, αυτό που σε κρατάει στην ανάγνωση και δεν λες «ουφ, άλλο ένα για βιβλίο για την Κατοχή;». Ο Μάτεσις, μέσα από τη Ραραού, δίνει τη δική του, «λοξή», ματιά για την κατοχική και μεταπολεμική Ελλάδα, και ταυτόχρονα θίγει ένα ζήτημα ταμπού, που αφορά μάλιστα όλες τις κατεχόμενες από τους ναζί χώρες.

Το ζήτημα αυτό δεν είναι άλλο παρά η σύναψη ερωτικών σχέσεων ντόπιων γυναικών με τους κατακτητές και η διαπόμπευσή τους (ή μάλλον κάποιων από αυτές) αμέσως μετά την Απελευθέρωση. Μία από αυτές τις γυναίκες είναι η μητέρα της Ραραούς, που χάνει τον άντρα της στο αλβανικό μέτωπο και μένει μόνη και πάμπτωχη με τρία παιδιά που λιμοκτονούν. Είναι συγκλονιστικά αφοπλιστικός ο τρόπος με τον οποίο η Ραραού -Ρουμπίνη ακόμη τότε- αφηγείται τόσο την πείνα και την ανέχεια, όσο και την απόφαση της μητέρας της να δοθεί σε κάποιον ξένο στρατιώτη για να σώσει τα παιδιά της, αλλά και της στάσης που κρατάει η τοπική κοινωνία απέναντί της, τόσο πριν όσο και μετά την Απελευθέρωση, οπότε και κορυφώνεται το δράμα της.

Η αφήγηση της Ραραούς όμως όσο προχωράει -και ιδίως μετά από αυτό το κομβικό σημείο- φαίνεται σταδιακά να καταρρέει από πλευράς αληθοφάνειας, αλλά και ρεαλισμού. Αυτή η κατάρρευση φανερώνεται αρχικά στις δικές της νέες εκδοχές γεγονότων που έχει αφηγηθεί ήδη, και, έπειτα, από την τριτοπρόσωπη αφήγηση που παρεμβάλλεται όταν η Ραραού και η μητέρα της φτάνουν στην Αθήνα και μένουν τον πρώτο καιρό σε ένα πολυβολείο μαζί με έναν ανάπηρο ζητιάνο, και η οποία μας δίνει όχι απλώς μια άλλη οπτική γωνία των γεγονότων, αλλά εν πολλοίς μια άλλη εκδοχή τους (μια αφήγηση που σημειωτέον αποκτά βαθιά αλληγορικά χαρακτηριστικά για την ιστορική πορεία των φτωχών και των λούμπεν στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας). Η κατάρρευση αυτή αποκτά σχεδόν τραγικά χαρακτηριστικά καθώς φτάνουμε στο τέλος· ένα τέλος που είναι και δεν είναι λυτρωτικό, που φέρνει και δεν φέρνει την κάθαρση. «Ξεχνάω και να λυπηθώ. Αυτό, λιγάκι με μελαγχολεί. Που ξεβάφουνε κι οι λύπες μου.», λέει εξάλλου στην προτελευταία σελίδα του βιβλίου.

Το χιούμορ και ο σπαραγμός, το γελοίο και το τραγικό, εναλλάσσονται διαρκώς στο κείμενο, τραβώντας διαρκώς το χαλί κάτω από τα πόδια του αναγνωστικού κοινού, πράγμα που συμβαίνει επίσης και με τις βεβαιότητές του γύρω από την ίδια την αποδεδειγμένα αναξιόπιστη αφηγήτρια, αλλά και για τα πρόσωπα που κινούνται γύρω της. Μια αναξιοπιστία που θυμίζει σε αρκετά σημεία την αναξιοπιστία του αφηγητή στο «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου, που προβαίνει επανειλημμένα σε αναθεωρήσεις και αυτοδιαψεύσεις. Μόνο που στο Κιβώτιο ο αφηγητής αναπλάθει το παρελθόν για να προστατευτεί από τους δεσμοφύλακές του, ενώ η Ραραού αναπλάθει -ή και απωθεί- το παρελθόν για να προστατευτεί από το τραύμα της.

«Η μητέρα του σκύλου» είναι ένα από τα αριστουργήματα της τελευταίας 35ετίας για τα ελληνικά γράμματα και βγάζει ασπροπρόσωπες τόσο τις αλλεπάλληλες εκδόσεις του όσο και την κριτική του καταξίωση. 

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.