Επιφάνεια

Η περιοχή Νέου Σιδηροδρομικού Σταθμού-Βαρδάρη στη Θεσσαλονίκη εξακολουθεί να είναι για μένα, έναν κλασικό επαρχιώτη, μια χώρα ολόκληρη γεμάτη κινδύνους και μυστήρια -ιδίως όταν πέφτει το σκοτάδι. Ύποπτα μαγαζιά, σωροί σκουπιδιών, περίεργες φάτσες δημιουργούν ένα σκηνικό απωθητικό και ταυτόχρονα γοητευτικό -ένα μέρος από αυτά που λες ότι κάθε του εκατοστό γεννά μυθιστορήματα.

Σήμερα το απόγευμα μια υποχρέωση με έφερε στην Αισώπου (την παράλληλη της Μοναστηρίου από τη μεριά των Δικαστηρίων) την ώρα που ξεκινούσε ο ημιτελικός του κυπέλλου ανάμεσα στον Άρη και τον Ατρόμητο και ως γνήσιο σκουλήκι έψαξα να βρω που θα δω τον αγώνα. Κατέληξα στο μπουγατσατζίδικο απέναντι από τον ΟΤΕ. «Μπουγατσατζίδικο» μάλλον είναι μια από τις λειτουργίες του, καθώς οι δύο μεγάλες οθόνες, τα ράφια με τα βαριά οινοπνευματώδη και μερικοί πελάτες που έπιναν τις μπύρες σα νερό το καθιστούν -τουλάχιστον από το απόγευμα και μετά- μάλλον έναν λούμπεν «πολυχώρο», μια σύγχρονη (και πολύ πιο κιτς) εκδοχή της «υπόγειας ταβέρνας» των «Μοιραίων».

Πέρασα το πρώτο ημιχρόνιο έξω, με τρεις παρακμιακούς τύπους (ο ένας είχε το πρησμένο πρόσωπο και τη γδαρμένη φωνή του αλκοολικού σε προχωρημένο στάδιο) να συζητάν παραδίπλα για το Μακεδονικό μεταξύ μπύρας και μπουγάτσας και ταυτόχρονα να σχολιάζουν και τον αγώνα, που θύμιζε περισσότερο κλωτσοπατινάδα. Το ανοιξιάτικο αεράκι όμως άρχισε να γίνεται κρύος Βαρδάρης και έτσι στο ημίχρονο πέρασα μέσα στο μαγαζί.

Νέος σουρρεαλισμός εκεί: οι θαμώνες είχαν γυρίσει στον ΣΚΑΪ και έβλεπαν ένα ντοκιμαντέρ για τον χρυσαετό και τους πρασινοπίθηκους -νομίζω της Ν. Αφρικής- και για το πώς αλληλεπιδρούν αυτά τα είδη με το ανθρώπινο περιβάλλον. Αν κατάλαβα καλά και αν λάβω υπόψη μου και τους γονείς μου τα ντοκιμαντέρ -κυρίως λόγω του συγκεκριμένου σταθμού- γνωρίζουν νέες δόξες στις μέρες μας.

Και τότε είδα μπροστά μου ένα όραμα: έβλεπα τον Σαββόπουλο έτσι όπως ακριβώς θα είχε γίνει αν τα τραγούδια του δεν είχαν γνωρίσει επιτυχία, αν δεν είχε γνωρίσει την Άσπα και αν το είχε ρίξει στα ναρκωτικά και το ποτό. Ειλικρινά δεν υπερβάλλω: μόλις είχε μπει ένας γεράκος γύρω στα εβδομήντα με κάτι τεράστια κοκκάλινα γυαλιά σαν αυτά του Σαββό στο εξώφυλλο της Ρεζέρβας, καράφλα, μακριά και απεριποίητα μούσια και μαλλιά, μια καρώ καμπαρντίνα και ένα ή δύο σακάκια από κάτω, κορδόνια λυμένα, χέρια γεμάτα ρυτίδες και κατεστραμμένα νύχια αλλά και με ένα κατεργάρικα ερευνητικό βλέμμα. Με την πρώτη ματιά θα τον έλεγε κανείς τρωγλοδύτη ή ρακοσυλλέκτη, όμως εμένα κάτι μου θύμιζε επάνω του ξεπεσμένο καλλιτέχνη ή κάποιον από κείνους τους ζάμπλουτους εξηνταβελόνηδες που ζουν σε χαρτόκουτα.

Ήρθε και κάθισε στο απέναντι τραπέζι, ακριβώς κάτω από την τηλεόραση. Πήρε από το ψυγείο ένα γάλα και ένα γιαούρτι, ζήτησε με μια υπόκωφη φωνή τσάι και, μέχρι να έρθει, έβγαλε με τρεμάμενα χέρια από μια τσέπη του (μια από τις πολλές τσέπες του, όπως θα διαπίστωνα αργότερα) ένα στυλό και από μια άλλη τον Αγγελιοχώρο και άρχισε να τον μελετά, χωρίς όμως να σημειώνει τίποτα επάνω του.

Όταν έφτασε το τσάι, συνειδητοποίησα ότι ήταν θαμώνας, αφού του έφεραν δύο αχνιστά χάρτινα ποτήρια γεμάτα μέχρι τα αυτιά. Ήπιε μερικές γουλιές και άρχισε να χύνει τσάι από το ένα ποτήρι στο άλλο. Έπειτα από τα έγκατα των πανωφοριών του έβγαλε ένα γυάλινο μπουκάλι Κοκακόλας που είχε μέσα ένα διάφανο υγρό (δε βάζω το χέρι μου στη φωτιά ότι ήταν νερό), σφραγισμένο με το εργοστασιακό του καπάκι και άρχισε να χύνει το περιεχόμενό του στα δύο ποτήρια.

Περιττό να πω ότι με είχε μαγνητίσει η παρουσία του και μια κοιτούσα αυτόν και μια τον αγώνα. Τον έβλεπα να κάνει τις αβέβαιες κινήσεις του σαν ένας συνταξιούχος σαμάνος, σαν ένας εξόριστος προφήτης, σαν ένας σοφός που κατάλαβε τη ματαιότητα (ακόμα και) της σοφίας. Αναρωτιόμουν ποιος ήταν, έφτιαχνα γι’ αυτόν με το μυαλό μου το ένα ή το άλλο υποθετικό παρελθόν, έψαχνα υπαινιγμούς και στοιχεία επάνω του που θα μου έδιναν κι άλλες πληροφορίες γι’ αυτή την αρχετυπική μορφή.

Δεν έκανα τίποτα από όλα αυτά. Έφυγα από το μπουγατσατζίδικο με τη ραγισμένη φωνή του, φτηνός χρησμός, κάλπικη σοφία, να ηχεί στ’ αυτιά μου: «Βλάκες δεν είναι αυτοί που κλωτσάνε τη μπάλα, βλάκες είστε εσείς που μαλώνετε γι’ αυτούς…»