Μια σούπα ο κόσμος και ο νους τρύπιο κουτάλι… (για τον Θάνο Μικρούτσικο)

Σάββατο απόγευμα και το timeline στο Facebook γεμίζει πρώτα από την είδηση του θανάτου του και έπειτα από τα τραγούδια του. Όσο για τα μάτια μας, αυτά γεμίζουν δάκρυα. Ο Old Boy έγραψε: «είναι ίσως και λάθος και γελοίο κάθε φορά που πεθαίνει κάποιος να το συνδέουμε με προσωπικά μας βιώματα και να καταλήγουμε να μιλάμε ακόμη και τότε για τον εαυτό μας», αλλά νομίζω ότι είναι ο μοναδικός τρόπος να μιλήσουμε για κάποιον που έκανε αυτό που κάνουν οι πραγματικά μεγάλοι καλλιτέχνες: να μιλήσει εκ μέρους μας. Οπότε, για τον Θάνο:

Καθώς προερχόμουν από μια οικογένεια που δεν είχε και μεγάλη σχέση με την «μουσική» αριστερά, πέρα από τον Μάνο Λοΐζο και τον Θεοδωράκη, η πρώτη μου συνειδητή επαφή με τον Θάνο Μικρούτσικο έγινε κάπως ανάποδα, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’90, με έναν δίσκο που ξένισε αρκετούς, αλλά έμελλε να μας αφήσει και την πιο εμβληματική μάλλον ερμηνεία του. Όχι ότι δεν είχα ξανακούσει τραγούδια του, εξάλλου οι δίσκοι του με την Αλεξίου, αλλά και η Πιρόγα (δηλαδή το Ερωτικό) με τον Μητσιά, όπως και ο δίσκος με τον Διονύση Θεοδόση, ακούγονταν παντού· έφηβος όντας όμως δεν έδινα και πολλή σημασία στους συνθέτες εκείνη τη δεκαετία της κυριαρχίας των τραγουδιστών.

Τα Χριστούγεννα του ’91 λοιπόν, μετά από προτροπή του πατέρα μου, απέκτησα τις Γραμμές των Οριζόντων, τη δεύτερη δηλαδή δισκογραφική ενασχόληση του Μικρούτσικου με τον Καββαδία (για την πρώτη, τον Σταυρό του Νότου, δεν είχα ιδέα, και θα άκουγα για πρώτη φορά εκείνον τον δίσκο μόλις πέντε χρόνια μετά, ως φοιτητής), όπου τραγουδούσαν οι αγαπημένοι μου τότε Νταλάρας και Β. Παπακωνσταντίνου, οι Κατσιμιχαίοι και ο ίδιος ο συνθέτης, του οποίου τη φωνή δεν είχα ξανακούσει.

Ακόμη θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα τους Εφτά Νάνους· ένα πρωινό των χριστουγεννιάτικων διακοπών που δεν είχα σηκωθεί από το κρεβάτι, ξύπνησα από την τόσο χαρακτηριστική ερμηνεία του τραγουδιού (πρώτη πλευρά του πρώτου δίσκου, πέμπτο κομμάτι) που έπαιζε στο πικάπ. Από εκείνη την ημέρα, και για τους επόμενους μήνες, δεν ξέρω κι εγώ πόσες φορές έπαιξα με τ’ αδέρφια μου εκείνα τα δύο βινύλια του διπλού δίσκου, τραγουδώντας από ένα σημείο και μετά κάθε τους στίχο, με τους Εφτά Νάνους να έχουν γίνει το πιο αγαπημένο μου κομμάτι.

Μελοποίηση ποιημάτων με συχνά κρυπτικούς στίχους, ενορχηστρώσεις που μπλέκαν τη τζαζ με το ροκ και το λαϊκό, ευφάνταστες μελωδίες, εμφανής διδασκαλία των τραγουδιστών που δεν τους είχα ξανακούσει να δίνουν τέτοιες ερμηνείες και, φυσικά, η δική του φωνή με την ιδιότυπη βιβλικότητά της· συνειδητοποιώ εκ των υστέρων ότι εκείνο το έργο συμπυκνώνει τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά αυτής της τόσο δημιουργικής πορείας. Πιο πολύ όμως αναγνωρίζω ότι αυτός είναι ο δίσκος που σημάδεψε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, όχι μόνο την εφηβεία μου, αλλά και ολόκληρη τη ζωή μου· λέμε πιο συχνά από ό,τι το νιώθουμε ότι η μουσική, και η τέχνη γενικότερα, μας ταξιδεύει -οι Γραμμές των Οριζόντων για μένα δεν ήταν απλά ένα καράβι, αλλά ολόκληρη Κιβωτός, και θα αρκούσαν μόνο αυτές για να ξεκινήσω αυτό το κείμενο σχεδόν αμέσως αφότου έμαθα ότι ο Θάνος Μικρούτσικος πέθανε.

Την επόμενη χρονιά κοντά σε αυτά τα χαρακτηριστικά γνώρισα επιτέλους και τον «πολιτικό» Μικρούτσικο, στη δεύτερη συνεργασία του με τον Κώστα Τριπολίτη (και τον Γιώργο Νταλάρα), το Συγγνώμη για την Άμυνα. Τεράστιος δίσκος επίσης, χωρίς ούτε ένα αδιάφορο τραγούδι: Ανεμολόγιο (Έβγαλε βρόμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε…), Η Μοναξιά… Χιλιάδες Φύλλα, Χαίρε Φτώχεια, Βεελζεβούλ, το ομώνυμο κοκ., με τον συνθέτη να κρατάει γι’ αυτόν το ιδιότυπο Προσπέκτους (Χριστό δεν καταλάβαινα στα 15 μου), δίνοντας μια ερμηνεία πραγματικά συνταρακτική.

Ακολούθησε η υπουργοποίηση, ο δίσκος με τη Μίλβα (Θάλασσα, μάνα, αρμύρα μου εσύ κτλ.), μάλλον αδιάφορος για μένα τότε, τα πρώτα cd του ΜΕΤΡΟ, όπου ανακάλυψα το Άρλεκιν, εκτελέσεις των τραγουδιών του σε φοιτητικά λαϊβάδικα στα Γιάννενα, ανακάλυψη παλιότερων διάσπαρτων τραγουδιών του. Ώσπου, το 1996, ήρθε του Αιώνα η Παράγκα με τον Μητροπάνο και χαζέψαμε. Ένας φίλος που ακόμη επέμενε στο βινύλιο, είχε αγοράσει τον δίσκο σχεδόν μόλις είχε κυκλοφορήσει (ή τουλάχιστον πριν αρχίσει να παίζεται παντού) και με είχε καλέσει σπίτι του να τον ακούσουμε· νομίζω ότι το πρώτο άκουσμα της Ρόζας είναι η φορά που έχω νιώσει πιο έντονα στη ζωή μου το συναίσθημα του instant classic με ένα καινούριο τραγούδι. Ούτε κι εγώ θυμάμαι πόσες φορές τον έχω ακούσει ολόκληρο.

Μάλλον ο πιο ώριμος δίσκος του, η κορυφή στην οποία έφτασε -και μάλλον δεν ξεπέρασε ποτέ ξανά- μπαίνοντας στην τρίτη δεκαετία της καριέρας του. Για μένα, ο δίσκος που ενεργοποιεί περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο δίσκο του το θυμικό μου: Λούνα Παρκ για τα μάτια που έκλεισαν και μ’ άφησαν απ’ έξω, Ατάκες για πρόσωπα που αγάπησα, Τυμβωρύχος για τα περάσματα που όλο και στενεύουν, Πάντα Γελαστοί -και γελασμένοι. Και φυσικά, κι εδώ ο Μικρούτσικος κάνει, όπως εύστοχα γράφει ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης, τα τραγούδια δικά του «χωρίς να τα οικειοποιείται: άνηκαν ταυτόχρονα πάντα πάρα πολύ σε αυτόν, πάρα πολύ στον στιχουργό τους, πάρα πολύ στον ερμηνευτή τους».

Μετά τον έχασα για λίγο καιρό -ή μάλλον δεν τον παρακολούθησα ιδιαίτερα- παρά τους δύο-τρεις πολύ επιτυχημένους δίσκους που έκανε: Ψάξε στ’ Όνειρό μας (σε στίχους Λάκη Λαζόπουλου), Θάλασσα στη Σκάλα (με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου σε ροκ κομμάτια όπως Μικρές Νοθείες και Έφηβα Γεράκια), Ο Άμλετ της Σελήνης (με τον Χρήστο Θηβαίο να ερμηνεύει τραγούδια του σε στίχους σπουδαίων στιχουργών)· είχα γνωρίσει τον Θανάση Παπακωνσταντίνου και ταξίδευα για καιρό μόνο στον δικό του γαλαξία…

Μέχρι που έπεσε στα χέρια μου το Υπέροχα Μονάχοι, κι εκεί, ίσως λόγω Άλκη Αλκαίου που υπέγραφε τους στίχους, ξαναβρήκα τον Μικρούτσικο που ήξερα, και που θα (ξανα-)γνώριζα ακούγοντας τα επόμενα χρόνια την πρώτη περίοδο της δισκογραφίας του. Μόνο που εδώ, ο Μικρούτσικος, μαζί με τον φίλο του τον Άλκη, το έχει φιλοσοφήσει (εμείς ακόμη προσπαθούμε):

Μην πεις ποτέ πως όλα ήτανε μια πλάνη
Περιπλανήθηκα μαζί σου και μου φτάνει

Δεν είν’ ο χρόνος με το μέρος κανενός
Τις συμπληγάδες του περνά καθένας μόνος

Όπως έγραψα πιο πάνω, τον Μικρούτσικο της μεταπολιτευτικής αριστεράς, των Πολιτικών Τραγουδιών, της Φουέντε Οβεχούνα, της Καντάτας για τη Μακρόνησο, του Μπρεχτ, και πάνω απ’ όλα της κορωνίδας εκείνης της περιόδου, το Εμπάργκο, τον έμαθα τελευταίο, εκ των υστέρων, οπότε και ανακάλυψα μια αρκετά διαφορετική, αλλά εξίσου σπουδαία πλευρά του, ακόμη και στα πιο «ξύλινα» και επικά από αυτά. Την αγάπησα όμως πολύ κι αυτή την όψη του που ξεκινά με το Έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη, και τον άνθρωπο που τον μποδίζουν να βαδίζει, παρηγορεί έπειτα κάποια Άννα, μας θυμίζει τι είναι ο φασισμός (σε ένα τραγούδι που έγινε δυστυχώς ξανά επίκαιρο στα χρόνια μας), για να κλείσει τρόπον τινά με ένα Τώρα ανακάλυψες με μιας, σαράντα αιώνες μοναξιάς, παραμυθάκι μου ακριβό, βαλκανικά σε χαιρετώ.

Ο Θάνος Μικρούτσικος μας έμαθε πως μάταιο ταξίδι δεν υπάρχει.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.